Σύμφωνα με τη Σύμβαση για τη Διαφύλαξη της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς (UNESCO, 2003), ως άυλη πολιτιστική κληρονομιά ορίζονται «οι πρακτικές, αναπαραστάσεις, εκφράσεις, γνώσεις και τεχνικές –καθώς και τα εργαλεία, αντικείμενα, χειροτεχνήματα και οι πολιτιστικοί χώροι που συνδέονται με αυτές– και τις οποίες οι κοινότητες, οι ομάδες και, κατά περίπτωση, τα άτομα αναγνωρίζουν ότι αποτελούν μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς τους» (άρθρο 2. παρ. 1).
Βάσει της Σύμβασης, για να θεωρηθεί μια πολιτισμική έκφραση άυλη πολιτιστική κληρονομιά, πρέπει να αποτελεί ζωντανή παράδοση, που επιτελείται στο παρόν και που οι ίδιοι οι φορείς της την αναγνωρίζουν ως σημαντικό στοιχείο της ταυτότητάς τους που θέλουν να μεταλαμπαδεύσουν, με τη σειρά τους, στις νεότερες γενιές.
Η άυλη πολιτιστική κληρονομιά, όπως περιγράφεται στη Σύμβαση για τη Διαφύλαξη της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς (UNESCO, 2003), συνδέεται στενά με την έννοια της κοινότητας, της ομάδας ή, κατά περίπτωση, και των μεμονωμένων ατόμων, που ασκούν, επιτελούν, αναδημιουργούν και μεταδίδουν από γενιά σε γενιά την άυλη πολιτιστική κληρονομιά, αποκτώντας μια αίσθηση ταυτότητας και συνέχειας, (άρθ. 2, παρ. 1), ένα συλλογικό αίσθημα «ανήκειν».
Η κοινότητα/ομάδα μπορεί να είναι το σύνολο μιας τοπικής κοινωνίας ή και ολιγομελείς ομάδες (π.χ. οι γνώστες μιας παραδοσιακής τέχνης ή τεχνικής). Η Σύμβαση προβλέπει και την πιθανότητα ο φορέας ενός στοιχείου άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς να είναι ένα μόνο άτομο. Ομοίως, μια κοινότητα φορέων άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς δεν επιδέχεται πάντα χωρικό προσδιορισμό, για παράδειγμα τα μέλη της κοινότητας φορέων της ψαλτικής τέχνης/βυζαντινής μουσικής συγκροτούν μια κοινότητα φορέων που δεν έχει χωρικό προσδιορισμό.
Επίσης, κάποιες κοινότητες διαθέτουν οργανωτική δομή. Για παράδειγμα, οι μαστιχοπαραγωγοί στη Χίο εκπροσωπούνται από την Ένωση Μαστιχοπαραγωγών Χίου. Αντίθετα, για παράδειγμα, όσοι απαρτίζουν την κοινότητα φορέων της Ανδριώτικης Βεγγέρας δεν είναι οργανωμένοι σε μια δομή.
Ως διαφύλαξη της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς νοείται η λήψη μέτρων για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς και της μεταλαμπάδευσής της στις νεότερες γενιές. Στα μέτρα διαφύλαξης της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς συμπεριλαμβάνονται:
α) η έρευνα και η τεκμηρίωση ενός στοιχείου άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς
β) η ενίσχυση των διαδικασιών και συνθηκών μετάδοσης στις νεότερες γενιές, π.χ. μέσω της τυπικής αλλά και της μη τυπικής εκπαίδευσης
γ) η ευαισθητοποίηση των τοπικών κοινωνιών και του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου για την αξία της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς
δ) η ανάδειξη της σημασίας της στο εγχώριο και το διεθνές κοινό.
Η διαφύλαξη διαφοροποιείται σε δύο βασικά σημεία από την προστασία, όπως αυτή εφαρμόζεται στα υλικά αποτυπώματα του παρελθόντος. Κατ’ αρχάς, σε αντίθεση με τις πολιτικές προστασίας, που σχεδιάζονται και εφαρμόζονται από τη δημόσια διοίκηση, οι πολιτικές της διαφύλαξης βασίζονται στην πρωτοβουλία και ενεργό συμμετοχή των ίδιων των κοινοτήτων που επιτελούν την άυλη πολιτιστική κληρονομιά. Δεύτερον, ενώ οι πολιτικές προστασίας αποσκοπούν στη διατήρηση της αρχικής («αυθεντικής») μορφής κτηρίων και αντικειμένων, οι πολιτικές της διαφύλαξης αποδέχονται ότι η άυλη πολιτιστική κληρονομιά διαρκώς επαναπροσδιορίζεται και νοηματοδοτείται κατά την επιτέλεσή της και σε σχέση με ευρύτερες κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές αλλαγές.